ἑτεροθαλοῦς

ἑτεροθαλοῦς
ἑτεροθαλής
flourishing on one side
masc/fem/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… …   Dictionary of Greek

  • αδελφοπάτωρ — ( ορος), ο ο πατέρας ετεροθαλούς αδελφού, πατρυιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδελφός + πατήρ] …   Dictionary of Greek

  • μαγάς — (; – 268 π.Χ.). Ηγεμόνας της Κυρήνης, της δυναστείας των Πτολεμαίων. Ήταν γιος του Πτολεμαίου Α’ και της ετεροθαλούς αδελφής του και συζύγου του Βερενίκης. Ο Πτολεμαίος έστειλε τον Μ. να καταπνίξει την επανάσταση στην Κυρήνη και όταν το πέτυχε,… …   Dictionary of Greek

  • Ισαβέλλα — I (Isabella). Όνομα βασιλισσών της Ισπανίας. 1. Ι. η Καθολική (Μαντριγκάλ ντε Λας Άτλας Τόρες 1451 – Μεντίνα ντελ Κάμπο 1504). Βασίλισσα της Καστίλης (1474 1504). Κόρη του βασιλιά Ιωάννη B’ της Καστίλης και της δεύτερης συζύγου του, Ισαβέλλας της …   Dictionary of Greek

  • Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… …   Dictionary of Greek

  • Λοθάριος — I (Lothair). Όνομα δύο αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Λ. A’ (795 – 855). Συμβασιλιάς (817 840) του πατέρα του, Λουδοβίκου του Ευσεβούς, και βασιλιάς (840 855) της Ιταλίας. Υπεράσπισε με αποφασιστικότητα την προνομιακή θέση που… …   Dictionary of Greek

  • Μπουμπουλίνα, Λασκαρίνα — (Κωνσταντινούπολη 1776 – Σπέτσες 1825). Αγωνίστρια του 1821. Ο πατέρας της, ο Σταυριανός Πινότσης, πέθανε στα δεσμωτήρια της Πύλης και, αργότερα, η χήρα μητέρα της παντρεύτηκε τον Σπετσιώτη πρόκριτο Δημήτριο Λαζάρ Ορλόφ. Η Λασκαρίνα μεγάλωσε στις …   Dictionary of Greek

  • Ομπρένοβιτς — Σερβική δυναστεία η οποία εναλλασσόταν στην εξουσία με τη δυναστεία των Καραγιώργεβιτς, μέσα από συνωμοσίες και αιματηρές συγκρούσεις. Ιδρυτής της ήταν ο Μίλος (1784 1860), φτωχός εργάτης που απέκτησε σημαντική περιουσία μετά τον θάνατο (1810)… …   Dictionary of Greek

  • Φερδινάνδος — I Όνομα 3 αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που ανήκουν στον οίκο των Αψβούργων. 1. Φ. A’ (Αλκαλά ντ’ Ενάρες 1503 – Βιέννη 1564). Γιος του Φιλίππου του Ωραίου και της Ιωάννας της Τρελής, έγινε αυτοκράτορας μετά την παραίτηση του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”